- φαλαρις
- φαλαρίςφᾰλᾱρίςион. φᾰληρίς -ίδος ἥ птица лысуха (Fulica) Arph., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Φάλαρις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαρίς — φαλᾱρίς , φαλαρίς coot fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαρίς — Τύραννος του Ακράγαντα, παροιμιώδης για τη σκληρότητά του (6ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πίνδαρου, εξόντωνε τους αντιπάλους του με ιδιαίτερα ωμό τρόπο. Τους έκλεινε στο εσωτερικό ενός χάλκινου ταύρου, ο οποίος στη συνέχεια πυρακτωνόταν… … Dictionary of Greek
Фаларид — (Φάλαρις) тиран агригентский во второй половине VII века до Р. Хр. Он прославился своею неимоверною жестокостью: про него рассказывали, что он в медном быке медленно жарил ненавистных ему людей, что он ел младенцев, что он пленных леонтинцев… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Φαλαρίδων — Φάλαρις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληρίδας — φαλαρίς coot fem acc pl φαληρίς coot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληρίδι — φαλαρίς coot fem dat sg φαληρίς coot fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληρίδος — φαλαρίς coot fem gen sg φαληρίς coot fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληρίς — φαλαρίς coot fem nom sg φαληρίς coot fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλάριδες — Φάλαρις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλάριδι — Φάλαρις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)